φαλτσέτο

φαλτσέτο
και φαλσέτο, το, Ν
άκλ. μουσ. η υψηλότερη περιοχή τής ανθρώπινης φωνής, που είναι αντίθετη τής στηθικής φωνής, ψευδοσοπράνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsetto < ιταλ. falso < λατ. falsus «πλαστός, ψευδής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαλσέτο — το, Ν μουσ. βλ. φαλτσέτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”